-
1 пюре
пюре с о πουρές, το πουρέ" картофельное \пюре о πουρές από πατάτα* * *сο πουρές, το πουρέкарто́фельное пюре́ — ο πουρές από πατάτα
-
2 картофельный
картофельныйприл ἀπό πατάτες:\картофельныйный суп ἡ πατατόσουπα· \картофельныйная мука τό πατατάλευρο· \картофельныйное пюре ὁ πουρές ἀπό πατάτα.
См. также в других словарях:
πουρές — ο πληθ. έδες, και πουρέ, το άκλ. (λ. γαλλ.), πολτός από πατάτα ή όσπρια ή σπανάκι: Ψητό με πουρέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)